- πάσχοντι
- πάσχωhavepres part act masc/neut dat sgπάσχωhavepres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάσχονθ' — πάσχοντα , πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc pl πάσχοντα , πάσχω have pres part act masc acc sg πάσχοντι , πάσχω have pres part act masc/neut dat sg πάσχοντι , πάσχω have pres ind act 3rd pl (doric) πάσχοντε , πάσχω have pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσχοντ' — πάσχοντα , πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc pl πάσχοντα , πάσχω have pres part act masc acc sg πάσχοντι , πάσχω have pres part act masc/neut dat sg πάσχοντι , πάσχω have pres ind act 3rd pl (doric) πάσχοντε , πάσχω have pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθηση — η (ΑΜ πάθησις) [πάσχω] βλάβη στον οργανισμό και καταστροφή τής υγείας και τής ισορροπίας του, η κατάσταση τού πάσχοντος, νόσος, ασθένεια, οργανική βλάβη («πάθηση τών νεφρών») νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται ως στατική, η… … Dictionary of Greek